επιμελαίνομαι

επιμελαίνομαι
ἐπιμελαίνομαι (Α) [επιμέλας]
1. (για το δέρμα ασθενούς ή τραυματισμένου μέλους τού σώματος) μαυρίζω
2. (για καρπό) αρχίζω να ωριμάζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”